ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ
Τ' αγριόχορτα
Μέσα στο αεροπλάνο μού φαίνεται ακούω τα τζιτζίκια. Κλείνω τα μάτια και βλέπω βούλες πολλές πολλές τα κουκουνάρια στα πεύκα, τα μήλα κόκκινα στις μηλιές.
Ξένοι, άγνωστοι μεταξύ μας κοιμόμαστε δίπλα-δίπλα μέσα σε ένα κουβούκλιο στον αέρα που πετάει.
Αν έκανα μια ταινία για τη μετανάστευση, θα την ξεκινούσα με ένα αεροπλάνο να απογειώνεται. Ένα πρόσωπο στην οθόνη, να κοιτά έξω και να ακούγονται οι ρίζες από μεγάλο δέντρο που σπάνε καθώς βγαίνουν απ’ το χώμα τσιτωμένες.
Βέβαια η μαμά μου είπε, μόνο τα δέντρα δεν κουνιούνται όλη τους τη ζωή, τα δέντρα δεν μεταναστεύουν.
Θυμάμαι να κοιτάω την απέραντη ομορφιά. Να κοιτάω το άπειρο πράσινο που με σόκαρε γιατί ήταν πιο πολύ από πριν. Και να στέκομαι στο χείλος του γκρεμού, με το πράσινο αριστερά και δεξιά, το χώμα και τις πέτρες στα πόδια, και κάπου εκεί να πηγαίνουμε πέρα δώθε, υπακούοντας τον αέρα. Ή το νερό.
Φαντάζομαι κάπου εκεί είναι το σπίτι μου. Και αυτό είναι η αλήθεια.
Και όταν περπατάς − ή πετάς, λίγο ακόμα, εκεί που δεν το περιμένεις, βλέπεις τον κόσμο ολόκληρο!
Η θάλασσα. Ο γκρεμός και η θάλασσα.
Το πράσινο και το μπλε.
Η καταστροφή και η δημιουργία. Η ανημποριά σου.
Αλλά και η θάλασσα
ένας τεράστιος γκρεμός δεν είναι;
Γκρεμός στον οποίο μάθαμε να επιπλέουμε.
Όπως μάθαμε να πετάμε.
Σίγουρα εκεί είναι το σπίτι μας.
Τουλάχιστον για εμάς, τ’ αγριόχορτα.